δυσαρεστῶ

δυσαρεστῶ
δυσαρεστέω
suffer annoyance
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
δυσαρεστέω
suffer annoyance
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δυσαρεστώ — δυσαρεστώ, δυσαρέστησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δυσαρεστώ — (AM δυσαρεστῶ έω) προκαλώ σε κάποιον δυσαρέσκεια, τόν κάνω να στενοχωρηθεί νεοελλ. 1. μεσ. ( ούμαι) αισθάνομαι δυσαρέσκεια, στενοχώρια 2. δυσφορώ, θυμώνω, με κάποιον ή κάτι αρχ. δεν ευχαριστούμαι, θεωρώ τον εαυτό μου προσβεβλημένο εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • δυσαρεστώ — δυσαρέστησα, δυσαρεστήθηκα, δυσαρεστημένος, στενοχωρώ, ενοχλώ κάποιον: Τον δυσαρέστησε η στάση μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσαρέστῳ — δυσάρεστος hard to appease masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδυσαρέστητος — η, ο [δυσαρεστώ] ο μη δυσαρεστημένος, αυτός που δεν τόν δυσαρέστησαν …   Dictionary of Greek

  • απαρέσκω — (Α ἀπαρέσκω) 1. δεν είμαι αρεστός σε κάποιον 2. δεν καταδέχομαι αρχ. δυσαρεστώ κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αφανδάνω — ἀφανδάνω (Α) δεν προκαλώ ευχαρίστηση, δυσαρεστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο) + ανδάνω «είμαι αρεστός σε κάποιον, τέρπω, ευχαριστώ»] …   Dictionary of Greek

  • αχέω — (I) ἀχέω και ἀχεύω (παθ. ἄχομαι, ἄχνυμαι, ἀκαχίζομαι) (Α) Ι. 1. στενάζω, θρηνώ 2. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 3. λυπώ, δυσαρεστώ, στενοχωρώ II. παθ. 1. λυπάμαι για κάτι 2. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις αυτές αποτελούν μία εκφραστική ομάδα, της οποίας η… …   Dictionary of Greek

  • αχαριστώ — ἀχαριστῶ ( έω) (AM) [αχάριστος (Ι)] μσν. δεν είμαι ευχαριστημένος με κάποιον, παραπονιέμαι αρχ. 1. είμαι αχάριστος, δείχνω αγνωμοσύνη σε κάποιον 2. δυσαρεστώ, στενοχωρώ 3. παθ. ἀχαριστοῡμαι μου φέρνονται με αχαριστία …   Dictionary of Greek

  • κήδω — (ΑΜ κήδω) μέσ. κήδομαι ενδιαφέρομαι φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «τῶν ἁπανταχοῡ ὀρθοδόξων ἐκκλησιών κηδόμενος», Σέργ. Μακρ. β. «κήδετο γάρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνῇσκοντας ὁρᾱτο», Ομ. Ιλ. γ. «ἔγωγέ σ , εὐνοῶν γε καὶ κηδόμενος», Αριστοφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”